Αρχειοθήκη ιστολογίου

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Μη μου μιλάς

Με μπερδεύουν τα χείλη σου,
από τη μία με πονούν με τον πόθο τους
κι από την άλλη με έρωτα με χαϊδεύουν.

Κι αυτά τα χέρια,
που από πάντα νιώθω πως τα ξέρω
κι ας με αγγίζουν μοναχά για λίγο,
τα χέρια αυτά θα εκλιπαρούσα
τόσο να με σφίξουν ώστε να μου πάρουν τη πνοή.

Πόσο εύκολα παρασύρεται κανείς;
Πως μπερδεύεται έτσι ο έρωτας με τον θάνατο;
Και ω Θεέ! Πόσο εύκολα τα χείλη σου φέρνουν την ανάσταση.

Δυο ωκεανοί απέραντοι,
που βασανίζουν το κορμί μου,
κι ανυπεράσπιστη μπροστά σου
είμαι έτοιμη να πνιγώ μέσα τους.

Μονάχα σε παρακαλώ, μη μου μιλάς.
Κοίτα με.




Με έχουν κουράσει τόσο οι λέξεις.
Τις φωνές, και τους ήχους ακόμα, δεν αντέχω πια ν' ακούω.
Παρά μόνο αυτόν της σιωπής κι εκείνον της θάλασσας.

Αντοχές πια γι' άλλα λόγια δεν έχω.
Κι αν μπορούσα να σκοτώσω τις λέξεις,
να τις εξαφανίσω όλες, θα το έκανα.
Πριν όμως θα σου έλεγα τα πάντα.

Θα σου μιλούσα για κάθε αδυναμία,
τίποτα δεν θα άφηνα κρυφό,
κι ας πλήρωνα ακριβά το τίμημα.

Έλεγα λοιπόν για τα χείλη σου.

Χείλη που καίνε καθώς ακουμπούν το μέτωπό μου,
σαν κερί που λιώνει κυλούν τα φιλιά πάνω μου
κι ορκίζομαι πως δεν θέλω να σβήσει ούτε για μια στιγμή η φλόγα.

Κι ας καώ αν το θες.
Γέμισέ με πληγές ή γιάτρεψέ τες.
Με σημάδια ντύσε με ή με τη λαχτάρα άσε με.

Μα μη μου μιλάς.

Γιατί όσο τα χείλη σου σιωπούν από λόγια,
τα δικά μου με όρκους παρασέρνουν.
Κι έτσι παραδομένη στην ηδονή,
θα σου ζητήσω να μου πεις μόνο δυο λέξεις.

Μέσα σε αυτές κι εσύ τα μυστικά σου να κλείσεις.
Κι έτσι, πεπεισμένοι πως κι οι δυο κρυφτήκαμε από την αλήθεια,
μπορούμε να συνεχίσουμε μεταξύ μας το θέατρο
και να αφήσουμε την αλήθεια μέσα από τη σιωπή να πάρει σάρκα.

Μέχρι εκείνη να μας τσακίσει.
Μέχρι να γίνει κραυγή.
Μέχρι να φωνάξει εκείνη, τις δυο λέξεις που ψιθύρισαν τα κορμιά μας.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Χέρια αδειανά


Γρήγορα, ακόμα πιο γρήγορα, σαν να παίζουμε κυνηγητό πάλι απόψε. Έλα, προσπάθησε να με πιάσεις, προσπάθησε να με τσακίσεις γι’ άλλη μια φορά, έλα να αναμετρηθούμε!

Κοίτα, έμειναν τα χέρια άδεια πια. Μια χούφτα γεμάτη τρύπες, σαν κάποιος να θέλησε να κόψει τις χαρές, να τις κάνει παιχνίδι, να μου τις πάρει. Δεν ήταν πολλές, μα γέμισα κενά, κι αυτό το κρύο τρυπάει το σώμα μου και σκίζει τη καρδιά μου.

Πόσους κύκλους έκανα γύρω από τη ζωή σου και για πόσο θα με τυραννάς ακόμα;
Πόσο βαθιά σε εκλιπαρούσα να μη με κάνεις να μισήσω τα όνειρα; Και σαν αψήφησες ό,τι σου είπα, τα σκότωσες ένα ένα.



Κοίτα με, μη στρέφεις αλλού το κεφάλι! Δες με! Γέμισα σκιές, μου τις φόρεσες όλες!

Δεν έχω συναισθήματα πια, στέρεψαν όλα, τα έκρυψαν οι σκιές που με ντύνουν, και τυλίγονται γύρω μου με τόση δύναμη. Θλίψη έτοιμη να με κόψει στα δύο, να μου πάρει ακόμα και τη τελευταία ανάσα που κράτησα για εμένα.

Πόσο μίσος μπορεί να έχει μέσα της η αγάπη; Ποιος μας ξεγέλασε πως έχει γεύση γλυκιά; Γιατί εγώ πίκρα άλλη σαν κι αυτή δεν γνώρισα.

Και τώρα που θέλω με λύπηση να σε αντικρίσω αναρωτιέμαι...Εμένα ποιος θα με λυπηθεί; Ποιος μπόρεσε ποτέ να κοιτάξει πίσω από τα φαντάσματα που μου άφησες φεύγοντας με μόνη δικαιολογία πως όσο περνάς αυτές θα εξαφανίζονται.

Εδώ είναι όλα, κάθε πληγή, κάθε σκιά, κάθε κενό, κοίτα τα! Δες τα καρφιά που τοποθέτησες πάνω μου δίχως τύψεις, δίχως δάκρυα.

Που είσαι; Σε ποια χέρια παραδόθηκες κι απόψε;

Κοιτάζοντας στον καθρέπτη μπορώ ακόμα να δω τα μάτια σου μέσα από τα δικά μου, μπορώ να σε αγγίξω ακουμπώντας τον λαιμό μου, ακόμα και τον ήχο της φωνής σου μπορώ σχεδόν να αφουγκραστώ.

Άραγε εσύ πονάς όσο εγώ πεθαίνω;

Προσευχή που ποτέ δεν ακούστηκε το όνομά σου κι ας το ψιθύριζα πάντα με τόση ευλάβεια και λατρεία. Προσευχή που έδεσε κόμπο τα χείλη μου και τα σφράγισε. Ακόμα κι η σιωπή μου είναι δική σου και δεν με ενόχλησε που μου έκλεψες τη φωνή, ούτε που πια λέξεις δεν έχω να σε περιγράψω, μα ακόμα περιμένω εκείνη τη δροσιά του λάγνου, υγρού σου φιλιού.

Άραγε εγώ ματώνω όσο εσύ πονάς;

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Χίλιες φορές πίσω να ΄ρθεις


Άπλωσε τα χέρια της στη θάλασσα.

-Θεέ μου πόσο με πονάνε, με τσακίζει αυτός ο πόνος, πόνος σε χέρια που έμειναν άδεια, έδωσαν, ωχ πόσα έδωσαν.

Ανοίγει τις παλάμες της, κοιτά τα βρεγμένα χέρια της, τα φέρνει στο πρόσωπό της, μπερδεύει τις σταγόνες με τα δάκρυα της, έτσι κι αλλιώς δεν ξεχώρισε ποτέ τον εαυτό της από τη θάλασσα.

-Τανγκό χορεύουν οι κραυγές μέσα μου πάνω στα κύματα σου, κι είσαι τόσο φουρτουνιασμένη. Κοίτα με, κοίτα με πως ακροβατώ πάνω σου, σαν να πατώ πάνω σε κλωστή που είναι έτοιμη να κοπεί.

Μια ζωή σε αγαπούσα και φρόντισες από παιδί να με κάνεις να το μετανιώνω, πόσο επικίνδυνη είσαι στα αλήθεια; Αν σε αγαπήσει κάποιος και σου δοθεί τον πνίγεις μέσα σου, τον φυλακίζεις στο κόρφο σου σαν έμβρυο, τον κάνεις να ζει κι ύστερα με μια πλάνη τόσο λάγνη, τον κάνεις να αισθάνεται ευτυχισμένος μέχρι να του πάρεις την ανάσα, να τον αποτελειώσεις.


Δεν κράτησα τίποτα για εμένα, όλα σου τα έδωσα. Σε ένιωσα δική μου, σου διάβασα βιβλία για κόσμους που με μάγευαν, σου μίλησα για το πρώτο φιλί που έκαψε τα χείλη μου, έκλαψα στο ακρογιάλι σου και πρόσθεσα και τα δικά μου δάκρυα στα δικά σου. Γίναμε ένα.

Κι όταν την ευτυχία μου σου έφερα, θεώρησες πως είχαμε δεθεί τόσο που τη πήρες από εμένα. Χαθήκατε κι οι δύο, εσένα σε έδιωξα εγώ, μα εκείνος, εκείνος ήταν τόσο μικρός ακόμα. Το δέρμα του μαλακό, δεν πρόλαβε ούτε μια λέξη να πει. Αλλά δεν τον λυπήθηκες, το κλάμα του εσένα δε σε άγγιξε μα το ίδιο κλάμα έσκισε στα δυο τον ουρανό, τσάκισε κάθε άνεμο, όλα απέκτησαν ζωή κι έκλαιγαν μαζί του. Εσύ όμως δεν τον λυπήθηκες ούτε εκείνον ούτε εμένα. Πες μου τώρα, που να βρω τη δύναμη να συνεχίσω;

Κοίταξε τα χέρια μου; Τα βλέπεις; Άδεια έμειναν, άδεια από αγάπη, από ελπίδα, από ζωή. Τα κοιτάω και η ματιά μου τα γρατζουνάει, έγινε το βλέμμα μαχαίρι και το δάκρυ αίμα.

Που είσαι ζωή μου;

Χίλιες φορές πίσω να 'ρθεις. Ν' ανάψεις τα αστέρια που το φως τους από την απουσία σου έχασαν. Να σου εξηγήσω το πόσο σ' αγαπάω, τόσο που το κορμί σου θέλω να φορέσω για δικό μου, από την αρχή να ζήσεις, να παραμείνεις μέσα μου, κανένας ξανά μη σε πειράξει.

Χίλιες φορές να 'ρθεις. Η φωνή σου γιατρικό να γίνει. Ήλιος το χαμόγελό σου τη σκιά μου να εξαφανίσει. Ν' αγγίξω τον πόνο και τη χαρά σου,

Χίλιες φορές τη φωνή μου έλα ν' ακούσεις γλυκά να σου μιλά. Έλα γιατί η απουσία σου με πονά.Κι αυτόν τον πόνο, αυτόν τίποτα δεν τον καταλαγιάζει. Αυτός μόνο εσένα φοβάται, μόνο εσύ μπορείς να τον εξαφανίσεις με μιας.

Έλα, δρόμο να πλέξω από βελούδο, στη ζωή μου απαλά να σεργιανίσεις. Να ανοίξω το παράθυρο που ξέχασε πως μοιάζει το φως. Να 'ρθεις να γίνεις εσύ πνοή κι αέρας. Αγάπη αληθινή να σε ονομάσω.

Χίλιες φορές πίσω να 'ρθεις, στην αγκαλιά μου ζεστά να σε τυλίξω, τα βρεγμένα ρούχα σου ν' αλλάξω και με χάδια να σε ντύσω.

Κι ύστερα ήρεμος να κοιμηθείς και όλα να τα ξεχάσεις και θα σε μάθω πως τη θάλασσα πρέπει ν' αγαπάς όσο στο επιτρέπει κι όχι παραπάνω όπως εγώ.

Έλα και σου υπόσχομαι να γίνω κάθε στιγμή χαμένη, να διώξω τον λευκό μανδύα της θλίψης και με χρώματα για σένα να τον γεμίσω.

Σε πόσα κύματα θα σε ψάξω ξανά απόψε; Θα προλάβω να σε σώσω από κάποιο; Πιάσε το χέρι μου.

Μη με λησμονείς.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Ξύπνα με!

-Είναι ακόμα τέσσερις, τι όνειρο κι απόψε! Με στοιχειώνει αυτό το σπίτι, μόνο από τα παράθυρά του βλέπει κανείς τη ζωή. Βρέχει, μα δεν φαίνεται να φυσά πολύ απόψε κι η θάλασσα είναι ήρεμη.

“Στη θάλασσα” άκουσα τον νου μου να φωνάζει “στη θάλασσα”. Γέμισα ένα ποτήρι κρασί, το οποίο ίσως αργότερα με βοηθήσει να κοιμηθώ. Βγήκα από το σπίτι και κατευθύνθηκα στη θάλασσα. Μπορεί να μη φυσά μα έχει πολύ κρύο, τόσο που το αισθάνομαι να με διαπερνά σαν κολλάνε πάνω μου τα μουσκεμένα μου ρούχα. Όμως μόνο η θάλασσα μπορεί πάντα και με ακούει.


-Κουράστηκα! Πόσο πολύ κουραστικά! Υποφέρω κάθε βράδυ με τον ίδιο τρόπο. Ποιος με κυνηγά και γιατί μου προκαλεί τόσο πόνο; Ξανά απόψε με αναζητούσε κρατώντας στα χέρια του το ίδιο μαχαίρι. Έτρεξα, προσπάθησα να ξεφύγω, ούρλιαξα μ’ όση δύναμη είχα στα σωθικά μου. Έπειτα έσκυψα μπροστά στα πόδια του και τον παρακάλεσα να με σκοτώσει, αυτό τουλάχιστον θα ήταν πιο ανώδυνο από τον πόνο που μ’ έκανε να νιώθω.

Σήκωσα τα μάτια μου για να τον κοιτάξω, μα το πρόσωπο του καλύπτονταν από μια ανεξήγητη πάχνη. Εμπηξε το μαχαίρι με δύναμη στη πλάτη μου, το ένιωσα να φτάνει στη καρδιά μου κι εκείνη υπέφερε όσο κι εγώ, της ζήτησα να σταματήσει, να λυτρωθούμε κι οι δύο, μα δεν μου έκανε το χατίρι, έτσι κι αλλιώς δεν ήταν η πρώτη φορά που με πρόδιδε.

Κι εκείνο το μαχαίρι! Σαν πυρωμένο σίδερο συνέχισε να καρφώνει το κορμί μου, να με καίει, να με πονά τόσο που ήταν άξιο απορίας πως δεν είχα ακόμα ξεψυχήσει.

Ώσπου στο τέλος, σαν να με λυπήθηκε ο Θεός άρχισα να νιώθω τα βλέφαρα μου να βαραίνουν και την ανάσα μου να υποχωρεί. Εγώ, εκεί, παραδομένη στον θάνατο, σχεδόν ευτυχισμένη που θα τελειώσει αυτή η κόλαση, άκουσα σαν ηχώ το αρχικό μου ουρλιαχτό και με σήκωσε από τον ύπνο.

ΓΙΑΤΙ;

Σε ποιον χρωστάω κι υποφέρω τόσο! Πνίγομαι με την ίδια μου την αναπνοή. Πονάω σαν να σπάνε όλα μου τα κόκαλα ένα ένα, σαν να καίγεται σε μια φωτιά η σάρκα μου και το σώμα μου αδυνατεί ν’ απανθρακωθεί.

Δεν έχω άλλη υπομονή, μ’ ακούς; Ξύπνα με ή κοίμησέ με για πάντα. Εσύ που θες να λέγεσαι Θεός!

Γιατί πήρες μακρυά μου ένα μονάχα όνειρο που είχα και μου έφερες τόσους εφιάλτες; Γιατί με πονάς σαν να οφείλω εγώ, μονάχη μου, να πληρώσω τις αμαρτίες ολόκληρου του κόσμου;

Κοίταξα τη παλάμη μου, γέμισε με αίμα. Με τόση δύναμη έσφιξαν τα χέρια μου το κρασί που θα με βοηθούσε να κοιμηθώ. Τα θρύψαλα από τα γυαλιά έσκισαν το δέρμα μου και κοίταξα το αίμα μου να βάφει την άμμο κόκκινη.

-Εγώ Θεέ, το μόνο που έκανα, ήταν ν’ αγαπήσω.

Το κύμα της θάλασσας ξέπλυνε το αίμα από το χέρι μου. Κι αλήθεια, αν το κόκκινο χάνεται όταν το ξεπλένει τόσο μπλε, εμένα γιατί δεν με δρόσισες ποτέ με μια στάλα νερό;