Με μπερδεύουν
τα χείλη σου,
από τη μία με
πονούν με τον πόθο τους
κι από την
άλλη με έρωτα με χαϊδεύουν.
Κι αυτά τα χέρια,
που από πάντα
νιώθω πως τα ξέρω
κι ας με
αγγίζουν μοναχά για λίγο,
τα χέρια αυτά
θα εκλιπαρούσα
τόσο να με
σφίξουν ώστε να μου πάρουν τη πνοή.
Πόσο εύκολα
παρασύρεται κανείς;
Πως μπερδεύεται
έτσι ο έρωτας με τον θάνατο;
Και ω Θεέ!
Πόσο εύκολα τα χείλη σου φέρνουν την
ανάσταση.
Δυο ωκεανοί
απέραντοι,
που βασανίζουν
το κορμί μου,
κι ανυπεράσπιστη
μπροστά σου
είμαι έτοιμη
να πνιγώ μέσα τους.
Μονάχα σε
παρακαλώ, μη μου μιλάς.
Κοίτα με.
Με έχουν
κουράσει τόσο οι λέξεις.
Τις φωνές,
και τους ήχους ακόμα, δεν αντέχω πια ν'
ακούω.
Παρά μόνο
αυτόν της σιωπής κι εκείνον της θάλασσας.
Αντοχές πια
γι' άλλα λόγια δεν έχω.
Κι αν μπορούσα
να σκοτώσω τις λέξεις,
να τις
εξαφανίσω όλες, θα το έκανα.
Πριν όμως θα
σου έλεγα τα πάντα.
Θα σου μιλούσα
για κάθε αδυναμία,
τίποτα δεν
θα άφηνα κρυφό,
κι ας πλήρωνα
ακριβά το τίμημα.
Έλεγα λοιπόν
για τα χείλη σου.
Χείλη που
καίνε καθώς ακουμπούν το μέτωπό μου,
σαν κερί που
λιώνει κυλούν τα φιλιά πάνω μου
κι ορκίζομαι
πως δεν θέλω να σβήσει ούτε για μια
στιγμή η φλόγα.
Κι ας καώ αν
το θες.
Γέμισέ με
πληγές ή γιάτρεψέ τες.
Με σημάδια
ντύσε με ή με τη λαχτάρα άσε με.
Μα μη μου
μιλάς.
Γιατί όσο τα
χείλη σου σιωπούν από λόγια,
τα δικά μου
με όρκους παρασέρνουν.
Κι έτσι
παραδομένη στην ηδονή,
θα σου ζητήσω
να μου πεις μόνο δυο λέξεις.
Μέσα σε αυτές
κι εσύ τα μυστικά σου να κλείσεις.
Κι έτσι,
πεπεισμένοι πως κι οι δυο κρυφτήκαμε
από την αλήθεια,
μπορούμε να
συνεχίσουμε μεταξύ μας το θέατρο
και να αφήσουμε
την αλήθεια μέσα από τη σιωπή να πάρει
σάρκα.
Μέχρι εκείνη
να μας τσακίσει.
Μέχρι να
γίνει κραυγή.
Μέχρι να
φωνάξει εκείνη, τις δυο λέξεις που
ψιθύρισαν τα κορμιά μας.