Αρχειοθήκη ιστολογίου

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

<< Θάρρος ή Αλήθεια ;>>



Της Κλεοπάτρας Κάτση

Ο ήλιος έδυσε επιτέλους, το μαύρο χρώμα έχει τυλίξει τον ουρανό, και τα σύννεφα εμπόδισαν τα μάτια της να δουν τα αστέρια. Ευτυχώς! αναφώνησε.
Μπήκε στο σπίτι. Έκανε κρύο στο μπαλκόνι, άναψε όλα τα κόκκινα αρωματικά κεράκια στο σαλόνι και μερικά από την τραπεζαρία. Κάθισε στη μεγάλη κόκκινη πολυθρόνα και ο σκύλος της χώθηκε στην αγκαλιά της. Άρχισε να χαϊδεύει την μαύρη γυαλιστερή του πλάτη.
Τα κόκκινα νύχια της έκαναν αντίθεση με το τρίχωμα του σκύλου, τον κοίταξε στα μάτια και μετά το βλέμμα της στράφηκε στα χέρια της. Αναρωτήθηκε, κόκκινα νύχια, αθλητική φόρμα, και ο σκύλος αγκαλιά; Όχι, κάτι έπρεπε ν' αλλάξει. Έσβησε όλα τα κεράκια και εξαφανίστηκε από το σαλόνι.
Μετά από μία ώρα βγήκε από την κρεβατοκάμαρα της, αγνώριστη, τώρα δεν ήταν μόνο τα νύχια της κόκκινα αλλά και το μακρύ της φόρεμα, και δεν έκανε πλέον ο σκύλος την αντίθεση αλλά οι μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες της και τα μακριά μαύρα μαλλιά λυτά στους ώμους της.
Βγήκε από το σπίτι της κι άρχισε να περπατάει δίχως προορισμό, όταν άρχισε να βρέχει.
Μετά από λίγο μπροστά της είδε ένα μεγάλο κόκκινο κτίριο και τα φώτα όλα αναμμένα, μέχρι που συνειδητοποίησε πως ήταν το μέγαρο μουσικής.
Κούνησε δύο φορές το κεφάλι της πέρα δώθε, μα που πηγαίνω; πως έφτασα εδώ; ρωτούσε τον εαυτό της δίχως να παίρνει απάντηση.
Τα μαλλιά της τώρα έμοιαζαν με μαύρες κλωστές βρεγμένες, το κόκκινο φόρεμα είχε αποκτήσει μία μπορντό απόχρωση και οι μαύρες γόβες είχαν πλημμυρίσει από το νερό. Ο δυνατός ήχος των τακουνιών της όμως σε κάθε βήμα της δεν άλλαξε, αφού πάντα λάτρευε το άκουσμα αυτού του χαρακτηριστικού τάκα τάκα και επέλεγε τα παπούτσια της σε κάθε περίσταση να ηχούν έτσι.
Τι νόημα έχει να προσπαθείς να αποφύγεις την καθημερινότητα, σκέφτηκε, έτσι θα συνεχίσω και θα βγω νικήτρια από την μάχη αυτή.
Ακολούθησε τον δρόμο του γυρισμού και σε λιγότερο από μισή ώρα ήταν σπίτι της.
Μέσα σε πέντε λεπτά είχε μεταμορφωθεί.
Το κόκκινο φόρεμα αντικαταστάθηκε από ένα μαύρο μπλουζάκι και μαύρο παντελόνι. Τα μακριά μαλλιά που είχε αφήσει να κυματίζουν στη πλάτη της, τώρα ήταν μαζεμένα σε μια  αλογοουρά. Οι ψηλοτάκουνες γόβες είχαν γίνει βαμβακερές κόκκινες παντόφλες και αντί για το βραδινό τσαντάκι, αγκάλιαζε τώρα σφιχτά τον σκύλο της.
" Καλύτερα έτσι " είπε και του έκλεισε το μάτι. Ετοίμασε μία ζεστή σοκολάτα να πιει καθώς θα βλέπει την αγαπημένη της ταινία, άναψε πάλι τα κόκκινα κεριά, ξάπλωσε στον καναπέ και κάτω από το χέρι της ο σκύλος τράβηξε την κουβέρτα προς το μέρος τους για να σκεπαστούν μέχρι να κλείσουν τα μάτια τους.