Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Τα αγγελικά ματάκια

Της Κλεοπάτρας Κάτση 
Β' Μέρος

Μόλις αποφάσισε να πουλήσει το εξοχικό της, άλλωστε δεν το χρειαζόταν και αν ήθελε αγόραζε άλλο, η Ναταλία καταγόταν από εύπορη οικογένεια την οποία έχασε νωρίς σε τροχαίο ατύχημα και η περιουσία έμεινε όλη σε εκείνη, αν και ποτέ δεν δέχτηκε τα χρήματα αυτά.
Προτίμησε να επιζήσει μόνη της, να βγάλει δικά της χρήματα και να μην αγγίξει ποτέ αυτήν την περιουσία. Και τα κατάφερε, πλέον η επιχείρηση της είναι γνωστή σχεδόν παντού και εκείνη έχει μία πολύ καλή ζωή.

“ Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα” είπε η κυρία Παπαδοπούλου.

Η Ναταλία την διέκοψε και την ρώτησε ποιό είναι το χρωστούμενο ποσό.

“ Το ποσό ξεπερνάει τις 400.000 ευρώ κυρία Διαμαντή μου και τόσα χρήματα πλέον δεν υπάρχουν”. Συμπλήρωσε η κυρία Παπαδοπούλου.

Η Ναταλία έβγαλε από την τσάντα της το μπλοκ με τις επιταγές και χάρισε στο ορφανοτροφείο 700.000 ευρώ, προκειμένου να παραμείνει ανοιχτό. 


Ο Γιώργος και η κυρία Παπαδοπούλου βάλθηκαν να την κοιτούν, όπως έκανε και εκείνη προηγουμένως όταν της μιλούσε ο Γιώργος. 

Δεν φαινόταν ευαίσθητη γυναίκα, γιατί έτσι την είχε μάθει η ζωή, μεγάλωσε δύσκολα και πλέον δεν εμπιστεύεται εύκολα κανέναν.

Η κυρία Παπαδοπούλου μέχρι να βγει από το γραφείο της δεν σταμάτησε να την ευχαριστεί. Και τους προσκάλεσε να φάνε το μεσημέρι όλοι μαζί με τα παιδιά για να τους ευχαριστήσουν. Και φυσικά η πρόταση της έγινε δεκτή.

Την ώρα του φαγητού ήταν όλα τα παιδιά καθισμένα σε ένα μεγάλο, ξύλινο τραπέζι και τρώγανε χαμογελαστά το φαγητό τους, καθώς μιλούσαν και με τους διπλανούς τους, αλλά ακόμα κανείς δεν είχε καταλάβει ότι το “σπίτι” τους σώθηκε, κανένας εκτός από τον Φίλιππο που κρυφάκουγε την ώρα που συζητούσαν.

Ο Φίλιππος σηκώθηκε από το τραπέζι και χαμογέλασε γλυκά στην Ναταλία, την πλησίασε και της έδωσε μία κάρτα και ένα φιλάκι. “ Σε ευχαλιστώ πολύ μου μας έσωσες” της είπε με δυσκολία, διότι μόλις είχε αρχίσει να μιλάει. Και την αγκάλιασε σφιχτά.

Η Ναταλία του έδωσε ένα φιλί και τον άφησε να κουρνιάσει στην αγκαλιά της. “ Πως σε λένε εσένα μικρέ μου;” τον ρώτησε τρυφερά.

“Είμαι ο Φίλιππος και σου έγλαψα το όνομα μου στο τέλος της κάλτας για να με θυμάσαι”. Της απάντησε το αγοράκι και συνέχισε την φράση του “ Θέλω να έλχεσαι να με βλέπεις όποτε μπολεις, σ’ αγαπάω πολύ”

Η Ναταλία είχε σαστίσει, είχε τόσο καιρό να νιώσει τόση αγάπη, να ακούσει το ρήμα “σ’ αγαπάω” και να δεχτεί μία τόσο γλυκιά αγκαλιά. “ Δεν θα σε αφήσω ποτέ” του είπε και του έκλεισε το μάτι συνωμοτικά.

Και το εννοούσε, είχε ήδη μπει στα τριάντα και δεν είχε παιδί, εντάξει δεν την πήραν και τα χρόνια, άλλα με τον Φίλιππο ένιωσε κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν είχε ξανανιώσει στην ζωή της. Μία αγάπη τόσο δυνατή και πρωτόγνωρη, έτσι αποφάσισε να τον υιοθετήσει.

Τελειώνοντας το μεσημεριανό η Ναταλία ξαναμίλησε με την κυρία Παπαδοπούλου, τώρα όμως για ένα νέο ζήτημα, για τον Φίλιππο.

Η κυρία Παπαδοπούλου χάρηκε πολύ και της είπε πως θα αναλάβει αυτοπρόσωπος την υιοθεσία, διότι ήταν ένα παιδάκι, που οι γονείς του απεβίωσαν, πριν προλάβει να του γνωρίσει. Όπως ακριβώς και εκείνη.

Η Ναταλία πριν φύγει αγκάλιασε τον Φίλιππο σφιχτά και του είπε τα νέα.
Η χαρά του πιο μεγάλη από ποτέ και τα πράσινα ματάκια του, έμοιαζαν τώρα με ουράνιο τόξο. Η Ναταλία δεν ήθελε να σηκώσει το πρόσωπο της, από τον μοσχομυρωδάτο του λαιμό.
Ένιωσε τόση αγάπη για ένα παιδί, που δεν είχε γνωρίσει μόλις πριν δύο ώρες.
Κι όμως, μόνο όταν κράτησε τον Φίλιππο ένιωσε γεμάτη την αγκαλιά της.
Τώρα όλος ο κόσμος της ήταν το ξανθό αυτό αγοράκι με τα αγγελικά ματάκια.

“ Και σου υπόσχομαι πως όταν πάμε σπίτι μας θα πλοσπαθήσω να πω το λω” είπε ο μικρός της άγγελος και γελάσανε και οι δύο με τα λογάκια του.

Τώρα ήταν η πιο δύσκολη ώρα, η ώρα του αποχαιρετισμού.

“ Μην με ξεχάσεις, εντάξει;” είπε ο Φίλιππος ενώ τα μικρά του χείλη έγειραν προς τα κάτω και τα μάτια του βούρκωσαν.

Η Ναταλία έτρεξε στο αυτοκίνητο και γύρισε πάλι πίσω.

“ Δεν θα σε ξεχάσω, θα έρχομαι κάθε μέρα να σε βλέπω και θα διαβάζουμε μία σελίδα από αυτό το παραμύθι και πριν τελειώσει, θα είμαστε σπίτι μας” του είπε και του έδωσε το παραμύθι που της διάβαζε η μαμά της όταν ήτανε μικρή, αφού ήταν ότι της είχε απομείνει από εκείνη και το φύλαξε καλά.

“ Θα μου διαβάσεις τον τίτλο, γιατί δεν μπολώ μόνος μου;” την ρώτησε.

“ Τα τρία άυπνα αρκουδάκια κι ένα μυστικό, αυτός είναι ο τίτλος του” του είπε και τον έσφιξε ξανά στην αγκαλιά της.

“ Μην ξεχάσεις να γυλίσεις όμως, δεν μου αλέσει εδώ και οι γονείς μου είναι άγγελοι στον ουρανό, τους στέλνω κάθε μέλα πλοσευχούλες και αν ξαναέλθεις θα πει, ότι τις ακούνε, γιατί εγώ τους ζητάω μια μανούλα που δεν είναι άγγελος, άλλα σαν εμένα, για να με πλοσέχει και να με αγκαλιάζει, όπως εσύ” της είπε.

Ο Φίλιππος στάθηκε στην πόρτα και της έστειλε ένα φιλί με τα μικρά του χεράκια, εκείνη του έστειλε άλλο ένα και τον καληνύχτισε.

Δεν τον άφησε ξανά μόνο του ούτε στιγμή, ήταν κάθε μέρα δίπλα του, μαζί του. Κάνανε πράγματα μαζί, όσα εκείνη δεν πρόλαβε να κάνει, ζωγραφίζανε, παίζανε και διαβάζανε. Πριν όμως φτάσουν στην τελευταία σελίδα του παραμυθιού, όπως το υποσχέθηκε η Ναταλία, ήταν σπίτι τους.

Για ένα νέο ξεκίνημα, μία νέα ζωή, μία καινούργια αρχή.

Η Ναταλία, δεν θα ξεχάσει την ημέρα που μπήκαν μαζί στο σπίτι και της φώναξε δυνατά ο μικρός της άγγελος.

 Σ’ΑΓΑΠΆΩ ΒΡΕ ΜΑΜΆ”

Τα δάκρυα της πιο πολλά από ποτέ και η χαρά της ξεπερνούσε τα σύννεφα. Τον πήρε αγκαλιά και ένιωσε πως δεν θα τον άφηνε ποτέ να φύγει από τα δύο της χέρια και του φώναξε και εκείνη δυνατά. 

“ΚΑΙ ΕΓΏ Σ’ΑΓΑΠΆΩ ΒΛΕ ΠΑΙΔΊ ΜΟΥ”

Ο Φίλιππος έκλεισε την πόρτα και άφησε πίσω του την παλιά του ζωή, όπως και η Ναταλία, ήταν δύο άνθρωποι με το ίδιο παρελθόν και με ένα νέο μέλλον που θα περνούσαν μαζί, κλειδώνοντας έξω κάθε στεναχώρια.

Από εδώ και πέρα τους περίμεναν μόνο χαμόγελα.