Αρχειοθήκη ιστολογίου

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Ξύπνα με!

-Είναι ακόμα τέσσερις, τι όνειρο κι απόψε! Με στοιχειώνει αυτό το σπίτι, μόνο από τα παράθυρά του βλέπει κανείς τη ζωή. Βρέχει, μα δεν φαίνεται να φυσά πολύ απόψε κι η θάλασσα είναι ήρεμη.

“Στη θάλασσα” άκουσα τον νου μου να φωνάζει “στη θάλασσα”. Γέμισα ένα ποτήρι κρασί, το οποίο ίσως αργότερα με βοηθήσει να κοιμηθώ. Βγήκα από το σπίτι και κατευθύνθηκα στη θάλασσα. Μπορεί να μη φυσά μα έχει πολύ κρύο, τόσο που το αισθάνομαι να με διαπερνά σαν κολλάνε πάνω μου τα μουσκεμένα μου ρούχα. Όμως μόνο η θάλασσα μπορεί πάντα και με ακούει.


-Κουράστηκα! Πόσο πολύ κουραστικά! Υποφέρω κάθε βράδυ με τον ίδιο τρόπο. Ποιος με κυνηγά και γιατί μου προκαλεί τόσο πόνο; Ξανά απόψε με αναζητούσε κρατώντας στα χέρια του το ίδιο μαχαίρι. Έτρεξα, προσπάθησα να ξεφύγω, ούρλιαξα μ’ όση δύναμη είχα στα σωθικά μου. Έπειτα έσκυψα μπροστά στα πόδια του και τον παρακάλεσα να με σκοτώσει, αυτό τουλάχιστον θα ήταν πιο ανώδυνο από τον πόνο που μ’ έκανε να νιώθω.

Σήκωσα τα μάτια μου για να τον κοιτάξω, μα το πρόσωπο του καλύπτονταν από μια ανεξήγητη πάχνη. Εμπηξε το μαχαίρι με δύναμη στη πλάτη μου, το ένιωσα να φτάνει στη καρδιά μου κι εκείνη υπέφερε όσο κι εγώ, της ζήτησα να σταματήσει, να λυτρωθούμε κι οι δύο, μα δεν μου έκανε το χατίρι, έτσι κι αλλιώς δεν ήταν η πρώτη φορά που με πρόδιδε.

Κι εκείνο το μαχαίρι! Σαν πυρωμένο σίδερο συνέχισε να καρφώνει το κορμί μου, να με καίει, να με πονά τόσο που ήταν άξιο απορίας πως δεν είχα ακόμα ξεψυχήσει.

Ώσπου στο τέλος, σαν να με λυπήθηκε ο Θεός άρχισα να νιώθω τα βλέφαρα μου να βαραίνουν και την ανάσα μου να υποχωρεί. Εγώ, εκεί, παραδομένη στον θάνατο, σχεδόν ευτυχισμένη που θα τελειώσει αυτή η κόλαση, άκουσα σαν ηχώ το αρχικό μου ουρλιαχτό και με σήκωσε από τον ύπνο.

ΓΙΑΤΙ;

Σε ποιον χρωστάω κι υποφέρω τόσο! Πνίγομαι με την ίδια μου την αναπνοή. Πονάω σαν να σπάνε όλα μου τα κόκαλα ένα ένα, σαν να καίγεται σε μια φωτιά η σάρκα μου και το σώμα μου αδυνατεί ν’ απανθρακωθεί.

Δεν έχω άλλη υπομονή, μ’ ακούς; Ξύπνα με ή κοίμησέ με για πάντα. Εσύ που θες να λέγεσαι Θεός!

Γιατί πήρες μακρυά μου ένα μονάχα όνειρο που είχα και μου έφερες τόσους εφιάλτες; Γιατί με πονάς σαν να οφείλω εγώ, μονάχη μου, να πληρώσω τις αμαρτίες ολόκληρου του κόσμου;

Κοίταξα τη παλάμη μου, γέμισε με αίμα. Με τόση δύναμη έσφιξαν τα χέρια μου το κρασί που θα με βοηθούσε να κοιμηθώ. Τα θρύψαλα από τα γυαλιά έσκισαν το δέρμα μου και κοίταξα το αίμα μου να βάφει την άμμο κόκκινη.

-Εγώ Θεέ, το μόνο που έκανα, ήταν ν’ αγαπήσω.

Το κύμα της θάλασσας ξέπλυνε το αίμα από το χέρι μου. Κι αλήθεια, αν το κόκκινο χάνεται όταν το ξεπλένει τόσο μπλε, εμένα γιατί δεν με δρόσισες ποτέ με μια στάλα νερό;