Αρχειοθήκη ιστολογίου

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Χίλιες φορές πίσω να ΄ρθεις


Άπλωσε τα χέρια της στη θάλασσα.

-Θεέ μου πόσο με πονάνε, με τσακίζει αυτός ο πόνος, πόνος σε χέρια που έμειναν άδεια, έδωσαν, ωχ πόσα έδωσαν.

Ανοίγει τις παλάμες της, κοιτά τα βρεγμένα χέρια της, τα φέρνει στο πρόσωπό της, μπερδεύει τις σταγόνες με τα δάκρυα της, έτσι κι αλλιώς δεν ξεχώρισε ποτέ τον εαυτό της από τη θάλασσα.

-Τανγκό χορεύουν οι κραυγές μέσα μου πάνω στα κύματα σου, κι είσαι τόσο φουρτουνιασμένη. Κοίτα με, κοίτα με πως ακροβατώ πάνω σου, σαν να πατώ πάνω σε κλωστή που είναι έτοιμη να κοπεί.

Μια ζωή σε αγαπούσα και φρόντισες από παιδί να με κάνεις να το μετανιώνω, πόσο επικίνδυνη είσαι στα αλήθεια; Αν σε αγαπήσει κάποιος και σου δοθεί τον πνίγεις μέσα σου, τον φυλακίζεις στο κόρφο σου σαν έμβρυο, τον κάνεις να ζει κι ύστερα με μια πλάνη τόσο λάγνη, τον κάνεις να αισθάνεται ευτυχισμένος μέχρι να του πάρεις την ανάσα, να τον αποτελειώσεις.


Δεν κράτησα τίποτα για εμένα, όλα σου τα έδωσα. Σε ένιωσα δική μου, σου διάβασα βιβλία για κόσμους που με μάγευαν, σου μίλησα για το πρώτο φιλί που έκαψε τα χείλη μου, έκλαψα στο ακρογιάλι σου και πρόσθεσα και τα δικά μου δάκρυα στα δικά σου. Γίναμε ένα.

Κι όταν την ευτυχία μου σου έφερα, θεώρησες πως είχαμε δεθεί τόσο που τη πήρες από εμένα. Χαθήκατε κι οι δύο, εσένα σε έδιωξα εγώ, μα εκείνος, εκείνος ήταν τόσο μικρός ακόμα. Το δέρμα του μαλακό, δεν πρόλαβε ούτε μια λέξη να πει. Αλλά δεν τον λυπήθηκες, το κλάμα του εσένα δε σε άγγιξε μα το ίδιο κλάμα έσκισε στα δυο τον ουρανό, τσάκισε κάθε άνεμο, όλα απέκτησαν ζωή κι έκλαιγαν μαζί του. Εσύ όμως δεν τον λυπήθηκες ούτε εκείνον ούτε εμένα. Πες μου τώρα, που να βρω τη δύναμη να συνεχίσω;

Κοίταξε τα χέρια μου; Τα βλέπεις; Άδεια έμειναν, άδεια από αγάπη, από ελπίδα, από ζωή. Τα κοιτάω και η ματιά μου τα γρατζουνάει, έγινε το βλέμμα μαχαίρι και το δάκρυ αίμα.

Που είσαι ζωή μου;

Χίλιες φορές πίσω να 'ρθεις. Ν' ανάψεις τα αστέρια που το φως τους από την απουσία σου έχασαν. Να σου εξηγήσω το πόσο σ' αγαπάω, τόσο που το κορμί σου θέλω να φορέσω για δικό μου, από την αρχή να ζήσεις, να παραμείνεις μέσα μου, κανένας ξανά μη σε πειράξει.

Χίλιες φορές να 'ρθεις. Η φωνή σου γιατρικό να γίνει. Ήλιος το χαμόγελό σου τη σκιά μου να εξαφανίσει. Ν' αγγίξω τον πόνο και τη χαρά σου,

Χίλιες φορές τη φωνή μου έλα ν' ακούσεις γλυκά να σου μιλά. Έλα γιατί η απουσία σου με πονά.Κι αυτόν τον πόνο, αυτόν τίποτα δεν τον καταλαγιάζει. Αυτός μόνο εσένα φοβάται, μόνο εσύ μπορείς να τον εξαφανίσεις με μιας.

Έλα, δρόμο να πλέξω από βελούδο, στη ζωή μου απαλά να σεργιανίσεις. Να ανοίξω το παράθυρο που ξέχασε πως μοιάζει το φως. Να 'ρθεις να γίνεις εσύ πνοή κι αέρας. Αγάπη αληθινή να σε ονομάσω.

Χίλιες φορές πίσω να 'ρθεις, στην αγκαλιά μου ζεστά να σε τυλίξω, τα βρεγμένα ρούχα σου ν' αλλάξω και με χάδια να σε ντύσω.

Κι ύστερα ήρεμος να κοιμηθείς και όλα να τα ξεχάσεις και θα σε μάθω πως τη θάλασσα πρέπει ν' αγαπάς όσο στο επιτρέπει κι όχι παραπάνω όπως εγώ.

Έλα και σου υπόσχομαι να γίνω κάθε στιγμή χαμένη, να διώξω τον λευκό μανδύα της θλίψης και με χρώματα για σένα να τον γεμίσω.

Σε πόσα κύματα θα σε ψάξω ξανά απόψε; Θα προλάβω να σε σώσω από κάποιο; Πιάσε το χέρι μου.

Μη με λησμονείς.