Αρχειοθήκη ιστολογίου

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Χέρια αδειανά


Γρήγορα, ακόμα πιο γρήγορα, σαν να παίζουμε κυνηγητό πάλι απόψε. Έλα, προσπάθησε να με πιάσεις, προσπάθησε να με τσακίσεις γι’ άλλη μια φορά, έλα να αναμετρηθούμε!

Κοίτα, έμειναν τα χέρια άδεια πια. Μια χούφτα γεμάτη τρύπες, σαν κάποιος να θέλησε να κόψει τις χαρές, να τις κάνει παιχνίδι, να μου τις πάρει. Δεν ήταν πολλές, μα γέμισα κενά, κι αυτό το κρύο τρυπάει το σώμα μου και σκίζει τη καρδιά μου.

Πόσους κύκλους έκανα γύρω από τη ζωή σου και για πόσο θα με τυραννάς ακόμα;
Πόσο βαθιά σε εκλιπαρούσα να μη με κάνεις να μισήσω τα όνειρα; Και σαν αψήφησες ό,τι σου είπα, τα σκότωσες ένα ένα.



Κοίτα με, μη στρέφεις αλλού το κεφάλι! Δες με! Γέμισα σκιές, μου τις φόρεσες όλες!

Δεν έχω συναισθήματα πια, στέρεψαν όλα, τα έκρυψαν οι σκιές που με ντύνουν, και τυλίγονται γύρω μου με τόση δύναμη. Θλίψη έτοιμη να με κόψει στα δύο, να μου πάρει ακόμα και τη τελευταία ανάσα που κράτησα για εμένα.

Πόσο μίσος μπορεί να έχει μέσα της η αγάπη; Ποιος μας ξεγέλασε πως έχει γεύση γλυκιά; Γιατί εγώ πίκρα άλλη σαν κι αυτή δεν γνώρισα.

Και τώρα που θέλω με λύπηση να σε αντικρίσω αναρωτιέμαι...Εμένα ποιος θα με λυπηθεί; Ποιος μπόρεσε ποτέ να κοιτάξει πίσω από τα φαντάσματα που μου άφησες φεύγοντας με μόνη δικαιολογία πως όσο περνάς αυτές θα εξαφανίζονται.

Εδώ είναι όλα, κάθε πληγή, κάθε σκιά, κάθε κενό, κοίτα τα! Δες τα καρφιά που τοποθέτησες πάνω μου δίχως τύψεις, δίχως δάκρυα.

Που είσαι; Σε ποια χέρια παραδόθηκες κι απόψε;

Κοιτάζοντας στον καθρέπτη μπορώ ακόμα να δω τα μάτια σου μέσα από τα δικά μου, μπορώ να σε αγγίξω ακουμπώντας τον λαιμό μου, ακόμα και τον ήχο της φωνής σου μπορώ σχεδόν να αφουγκραστώ.

Άραγε εσύ πονάς όσο εγώ πεθαίνω;

Προσευχή που ποτέ δεν ακούστηκε το όνομά σου κι ας το ψιθύριζα πάντα με τόση ευλάβεια και λατρεία. Προσευχή που έδεσε κόμπο τα χείλη μου και τα σφράγισε. Ακόμα κι η σιωπή μου είναι δική σου και δεν με ενόχλησε που μου έκλεψες τη φωνή, ούτε που πια λέξεις δεν έχω να σε περιγράψω, μα ακόμα περιμένω εκείνη τη δροσιά του λάγνου, υγρού σου φιλιού.

Άραγε εγώ ματώνω όσο εσύ πονάς;