Παρέλαση σήμερα το πρωί. Είχα ξεχάσει να βγάλω τη σημαία στο μπαλκόνι κι έτρεχα , η ανεπρόκοπη, την έσχατη στιγμή. Δηλαδή, λίγο πριν τα F 16 αρχίσουν τις μεγαλόπρεπες βουτιές στον θολό ουρανό της πόλης.
Μια ομίχλη πυκνή, κυανόλευκη σαν την ξεχασμένη μου σημαία, με υποδέχτηκε κακόκεφη, το σημερινό πρωινό.
Ευχήθηκα στον καθρέφτη μου χρόνια πολλά, έκανα καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή.
Τα ίδια θλιβερά νέα στην ίδια οθόνη.
Κύκλος φίλοι, μου, το τελειότερο σχήμα όλων. Έτσι γυρίζει ο χρόνος, έτσι τον αντιλαμβάνομαι, σαν έναν αδιάκοπο κύκλο, όπου τη μια στιγμή στην ακτίνα του η ζωή μου είναι μοναδικά πρωτόγνωρη, για να μεταλλαχτεί αμέσως μετά στην διάμετρο του, σε μια επαναλαμβανόμενη σκηνή. Κι όπως κυλούν εντός του τα χρόνια που αποτυπώνονται επάνω μου,με τον ίδιο τρόπο μου φανερώνονται και τα συμβάντα που καθορίζουν το πέρασμα του από την ακτίνα έως τη διάμετρο. Με την αδημονία του πρωτόφαντου αρχικά, την συγκαταβατικότητα που φέρει η επανάληψη τους στη συνέχεια και με την σωφροσύνη που επιφέρει η ωριμότητα, όταν η γνώση μου προβλέπει την επόμενη σκηνή, ενθυμούμενη απλά, την προγενέστερη αυτής.
Θυμήθηκα την περσινή παρέλαση, την μια από τις ελάχιστες που παρακολούθησα ζωντανά, το ομολογώ, καθώς και τα κάγκελα που είχαν φράξει την κάθοδο μας προς την λεωφόρο, με αποτέλεσμα να είμαστε στοιβαγμένοι, κολλητά και σε απόσταση αναπνοής, εκατοντάδες συμπολίτες, που με το ζόρι κουνούσαμε τα χέρια, πόσο μάλλον ένα πλαστικό σημαιάκι, περιμένοντας ο καθείς μας να καμαρώσει κι από ένα δικό του πρόσωπο.
Το απόλυτο φιάσκο, σκέφτηκα τότε και γρήγορα απομάκρυνα τα βήματα μου μακριά από το βουβό πλήθος. Μακριά από τις μανάδες που τέντωναν το λαιμό τους αναζητώντας μια τρύπα ανάμεσα στα κεφάλια που ορθώνονταν σαν βουνά μπροστά τους, για να δουν το βλαστάρι τους να παρελαύνει.
Μακριά από τις γιαγιάδες που υποβασταζόμενες, ρίζωναν ασάλευτες στα πεζοδρόμια, προσδοκώντας να ατενίσουν τον ψηλόλιγνο εγγονό με τη στολή.
Χιλιόμετρα μακριά από τις αγανακτισμένες φωνές που επιθυμούσαν την ισονομία, τη δημοκρατία, το αναφαίρετο δικαίωμα μιας επιλογής που θεωρείται αυτονόητη, όσο κι η αναπνοή.
Σήμερα, ακριβώς ένα χρόνο μετά, ο κύκλος σταμάτησε στο ίδιο σημείο.
Οι γονείς, για να παρακολουθήσουν την παρέλαση, έπρεπε να παραταχθούν δυο χιλιόμετρα μακριά, εφόσον απαγορεύονταν η παρουσία θεατών σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την ανατολική και δυτική πλευρά της εξέδρας των επισήμων. Στις δυο πλευρές της παραλιακής λεωφόρου, κατά μήκος της παρέλασης και γύρω από την εξέδρα, κάγκελα παντού και περίπου
δυο χιλιάδες αστυνομικοί, παραταγμένοι πίσω από αυτά. Οδοφράγματα;
Πολιορκία;
Εξέγερση;
Κάτι μου φέρνουν στο νου, μια ιστορία που είχα διδαχτεί στο σχολείο, μα μου ήταν τόσο αδιάφορα μακρινή που δεν την συγκράτησα.
Γυρίζω πίσω. Ένας μελαγχολικός ουρανός με σιγοντάρει. Μπροστά και πίσω μου πρόσωπα δυσαρεστημένα,ανικανοποίητα. Παιδικές χουφτίτσες σφιγμένες γύρω από σημαιάκια που έμειναν ακίνητα, καντίνες με λουκάνικα, η μυρωδιά της κηροζίνης στον αέρα, τα συντονισμένα βήματα των αρβύλων πάνω στην υγρή άσφαλτο, και η ομίχλη σταθερή πάνω από την πόλη. 'Ενα πηχτό, αδιαπέραστο σύννεφο, ο πυκνοϋφασμένος μανδύας που μέσα του ακούμπησα το πρόσωπο μου για να κρύψω την πικρία μου.
Μια ομίχλη πυκνή, κυανόλευκη σαν την ξεχασμένη μου σημαία, με υποδέχτηκε κακόκεφη, το σημερινό πρωινό.
Ευχήθηκα στον καθρέφτη μου χρόνια πολλά, έκανα καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή.
Τα ίδια θλιβερά νέα στην ίδια οθόνη.
Κύκλος φίλοι, μου, το τελειότερο σχήμα όλων. Έτσι γυρίζει ο χρόνος, έτσι τον αντιλαμβάνομαι, σαν έναν αδιάκοπο κύκλο, όπου τη μια στιγμή στην ακτίνα του η ζωή μου είναι μοναδικά πρωτόγνωρη, για να μεταλλαχτεί αμέσως μετά στην διάμετρο του, σε μια επαναλαμβανόμενη σκηνή. Κι όπως κυλούν εντός του τα χρόνια που αποτυπώνονται επάνω μου,με τον ίδιο τρόπο μου φανερώνονται και τα συμβάντα που καθορίζουν το πέρασμα του από την ακτίνα έως τη διάμετρο. Με την αδημονία του πρωτόφαντου αρχικά, την συγκαταβατικότητα που φέρει η επανάληψη τους στη συνέχεια και με την σωφροσύνη που επιφέρει η ωριμότητα, όταν η γνώση μου προβλέπει την επόμενη σκηνή, ενθυμούμενη απλά, την προγενέστερη αυτής.
Θυμήθηκα την περσινή παρέλαση, την μια από τις ελάχιστες που παρακολούθησα ζωντανά, το ομολογώ, καθώς και τα κάγκελα που είχαν φράξει την κάθοδο μας προς την λεωφόρο, με αποτέλεσμα να είμαστε στοιβαγμένοι, κολλητά και σε απόσταση αναπνοής, εκατοντάδες συμπολίτες, που με το ζόρι κουνούσαμε τα χέρια, πόσο μάλλον ένα πλαστικό σημαιάκι, περιμένοντας ο καθείς μας να καμαρώσει κι από ένα δικό του πρόσωπο.
Το απόλυτο φιάσκο, σκέφτηκα τότε και γρήγορα απομάκρυνα τα βήματα μου μακριά από το βουβό πλήθος. Μακριά από τις μανάδες που τέντωναν το λαιμό τους αναζητώντας μια τρύπα ανάμεσα στα κεφάλια που ορθώνονταν σαν βουνά μπροστά τους, για να δουν το βλαστάρι τους να παρελαύνει.
Μακριά από τις γιαγιάδες που υποβασταζόμενες, ρίζωναν ασάλευτες στα πεζοδρόμια, προσδοκώντας να ατενίσουν τον ψηλόλιγνο εγγονό με τη στολή.
Χιλιόμετρα μακριά από τις αγανακτισμένες φωνές που επιθυμούσαν την ισονομία, τη δημοκρατία, το αναφαίρετο δικαίωμα μιας επιλογής που θεωρείται αυτονόητη, όσο κι η αναπνοή.
Σήμερα, ακριβώς ένα χρόνο μετά, ο κύκλος σταμάτησε στο ίδιο σημείο.
Οι γονείς, για να παρακολουθήσουν την παρέλαση, έπρεπε να παραταχθούν δυο χιλιόμετρα μακριά, εφόσον απαγορεύονταν η παρουσία θεατών σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την ανατολική και δυτική πλευρά της εξέδρας των επισήμων. Στις δυο πλευρές της παραλιακής λεωφόρου, κατά μήκος της παρέλασης και γύρω από την εξέδρα, κάγκελα παντού και περίπου
δυο χιλιάδες αστυνομικοί, παραταγμένοι πίσω από αυτά. Οδοφράγματα;
Πολιορκία;
Εξέγερση;
Κάτι μου φέρνουν στο νου, μια ιστορία που είχα διδαχτεί στο σχολείο, μα μου ήταν τόσο αδιάφορα μακρινή που δεν την συγκράτησα.
Γυρίζω πίσω. Ένας μελαγχολικός ουρανός με σιγοντάρει. Μπροστά και πίσω μου πρόσωπα δυσαρεστημένα,ανικανοποίητα. Παιδικές χουφτίτσες σφιγμένες γύρω από σημαιάκια που έμειναν ακίνητα, καντίνες με λουκάνικα, η μυρωδιά της κηροζίνης στον αέρα, τα συντονισμένα βήματα των αρβύλων πάνω στην υγρή άσφαλτο, και η ομίχλη σταθερή πάνω από την πόλη. 'Ενα πηχτό, αδιαπέραστο σύννεφο, ο πυκνοϋφασμένος μανδύας που μέσα του ακούμπησα το πρόσωπο μου για να κρύψω την πικρία μου.